ντρέντνωτ

ντρέντνωτ
το
άκλ. τύπος θωρηκτού πλοίου μάχης με ισχυρή θωράκιση και βαριά πυροβόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dreadnought «ατρόμητος» < Dreadnought, ονομ. βρετανικού πολεμικού πλοίου, που ήταν το πρώτο στο είδος του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερντρέντνωτ — και υπερδρέδνωτ, το, Ν άκλ. ναυτ. παλαιός τύπος θωρηκτού, με εκτόπισμα άνω τών 30.000 τόννων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. superdreadnought < super «υπέρ» + dreadnought (βλ. ντρέντνωτ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”